- διαφεύγοντας
- διαφεύγωget away frompres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγησιππίδας — (τέλη 5ου αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης στρατηγός, που πήγε το 419 π.Χ. στην Επίδαυρο με 300 άνδρες, για να ενισχύσει τους κατοίκους της που πολεμούσαν εναντίον των Αργείων. O Α. έφτασε εκεί από τη θάλασσα, διαφεύγοντας την προσοχή των Αθηναίων … Dictionary of Greek
Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της … Dictionary of Greek
Μπατίστα, Φουλγκένθιο Ζαλντιβάρ — (Fulgencio Batista Y Zaldivar, Κούβα 1901 – Ισπανία 1973). Κουβανός στρατιωτικός δικτάτορας. Γόνος οικογένειας μιγάδων (μίξη καυκάσιας, αφρικανικής, ινδιάνικης και κινέζικης καταγωγής) εργατών σε φυτείες σακχαροκάλαμου, το 1921 προσχώρησε στις… … Dictionary of Greek